Go by bike!

Go by bike!

Έλα κι σύ!

Έλα κι σύ!

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

"Το Ποδήλατο", Αντώνης Σαμαράκης από το "Ζητείται Ελπίς"


Απόγευμα. Σάββατο απόγευμα, γεμάτο φως. Απρίλης.
Στην αυλή είχανε μαζευτεί κάμποσοι. Είχαν έρθει και από τα γειτονικά σπίτια, κάτι γυναίκες κι ένα τσούρμο πιτσιρίκια.
—Απαρτία έχουμε σήμερα, είπε ο παππούς, που είχε βγει κι αυτός στην αυλή τσουλώντας την καρέκλα του με τις ρόδες.
Το πόδι του, το αριστερό, ήτανε χρόνια παράλυτο.
Το αγόρι δούλευε πυρετωδώς. Γυάλιζε τώρα το τιμόνι. Οι άλλοι, γύρω του, χαζεύανε το ποδήλατο, που ήτανε το γεγονός της ημέρας στην αυλή. Σε λίγο, θ’ ανέβαινε το αγόρι στο ποδήλατο, και υστέρα . . . υστέρα θα χαλούσε ο κόσμος! Θα έκανε βόλτες σ’ όλη τη γειτονιά, όλοι θα το καμαρώνανε πάνω στ’ ολοκαίνουριο ποδήλατο, που το είχε φέρει πριν από μισή ώρα μόλις.
— Θα έχουμε πρεμιέρα απόψε, είπε ο ηθοποιός, που έμενε στο δωμάτιο δίπλα στο κοτέτσι.
— Την παρθενιά θα του πάρει απόψε, είπε ο οξυγονοκολλητής, που ό, τι είχε γυρίσει.
Η γυναίκα του τού έριξε μια άγρια ματιά, μα τα δυο κορίτσια που δουλεύανε στο υφαντουργείο κοιτάχτηκαν με νόημα και χαμογελάσανε.
Στο μεταξύ, το αγόρι δεν έδινε προσοχή σε ό, τι γινότανε γύρω του. Γυάλισε το τιμόνι, το σκελετό, τα πετάλια . . .
Δεκαπέντε χρονών, μελαχρινό, λυγερό, δούλευε από δώδεκα χρονών σ’ ένα μηχανουργείο.
Εκείνο το απόγεμα, είχε κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρο: να πάρει ποδήλατο. Δυο χρόνια αγωνίστηκε γι’ αυτό. Στερήθηκε τα πάντα: το σινεμά, το ποδόσφαιρο, ακόμα και το τσιγάρο που τραβούσε πότε πότε, στη ζούλα. Στο μηχανουργείο δούλευε υπερωρίες, τσακιζότανε στη δουλειά, γύριζε το βράδυ λιώμα από την κούραση, μα τ’ όνειρο του τού έδινε κουράγιο και δε λύγιζε. Και να που ήρθε η ώρα ! Εκείνο τ’ απόγεμα, Σάββατο απόγεμα, σκόλασε από το μηχανουργείο λίγο νωρίτερα, πήγε στο μαγαζί, έδωσε ένα μάτσο λεφτά προκαταβολή, το υπόλοιπο θα το δινε με δόσεις, κάθε μήνα, πήρε το ποδήλατο, και τώρα, στην αυλή . . .
—Άτιμο ποδάρι ! είπε ο παππούς. Av δεν ήσουνα του λόγου σου, θα κανα κι εγώ μια βόλτα.
Και χάιδεψε τα γένια του.
— Μωρέ σεις, έπρεπε να ξουριστώ μέρα πού ναι σήμερα ! φώναξε. Βάλτε νερό να ζεσταθεί, γρήγορα !
Η νύφη του, η μάνα του αγοριού, έτρεξε κι άναψε το καμινέτο.
Έλειπε ένας : ο πατέρας του παιδιού. Τον είχανε πιάσει οι Γερμανοί σ’ ένα μπλόκο, στην Κατοχή, και τον εκτελέσανε δυο μήνες αργότερα.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Όλα ήταν έτοιμα. Το ποδήλατο άστραφτε ολάκερο. Τέσσερις σημαιούλες κυμάτιζαν πάνω του.
Ο παππούς, φρεσκοξυρισμένος, είχε κοπεί δυο φορές στη βιασύνη του, ήτανε τώρα έξω από την ξύλινη πόρτα της αυλής και γύρω του όλοι οι άλλοι.
Η μάνα, με την ποδιά στη μέση, έκανε πως κάτι της μπήκε στο μάτι τάχα, για να σκουπίσει, με τρόπο, το δάκρυ που είχε κυλήσει.
Τα πιτσιρίκια είχανε ανοίξει κάτι πελώρια στόματα, χαζεύοντας. Από τη συγκίνησή τους, τρέχανε οι μύτες τους.
Όλα ήταν έτοιμα. Το ποδήλατο, το αγόρι, και οι άλλοι.
Πλύθηκε, άλλαξε, έβαλε το χρωματιστό καρό πουκάμισο και το γκρι παντελόνι που το είχε για τις Κυριακές.
Όλα ήταν έτοιμα. Μα όχι, έλειπε κάτι, που ήρθε κείνη τη στιγμή : ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που το χέρι ενός κοριτσιού το έβαλε στο τιμόνι. Τα μάγουλα του αγοριού γινήκανε πιο κόκκινα κι από το τριαντάφυλλο. Και ξεκίνησε . . .
Στην αρχή, πήγαινε αργά, σαν τον καβαλάρη που πρωτοκαβαλάει ένα άλογο και θέλει να το γνωρίσει. Μα ύστερα πήγαινε όλο και πιο γρήγορα.
Τώρα είχανε μαζευτεί κι άλλοι μπροστά στην εξώπορτα της αυλής. Ήτανε κάτι καινούριο για τη φτωχογειτονιά τούτο το ποδήλατο. Κάτι που ήρθε να ταράξει τα στεκούμενα νερά.
Το αγόρι έτρεξε πρώτα στο δρόμο, που ήτανε μπροστά στο σπίτι του, υστέρα χάθηκε στη γωνιά, σε λίγο ξαναφάνηκε από δεξιά και ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι του, ξαναχάθηκε στη γωνιά και σε λίγο φάνηκε από αριστερά και ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι του . . .
Κοίταζε καμιά φορά, έτσι καθώς έτρεχε, τους ανθρώπους μπροστά στην εξώπορτα της αυλής που σαλεύανε ψηλά τα χέρια τους και φωνάζανε, μα οι φωνές τους φτάνανε στ’ αυτιά του σαν ένα βαθύ βουητό. Και ξεχώριζε το κορίτσι, που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο.
Άρχισε τις ακροβασίες σε λίγο. Έτρεχε χωρίς να βαστάει το τιμόνι τώρα. Οι άνθρωποι μπροστά στην εξώπορτα της αυλής ενθουσιάστηκαν ακόμα πιο πολύ, τα χέρια τους σαλεύανε ψηλά και φωνάζανε ακόμα πιο δυνατά.
Το αγόρι ζύγωνε τώρα στην κορυφή του θριάμβου του. Έτρεχε, έτρεχε . . . Και κοίταζε τους ανθρώπους που ήταν εκεί, έβλεπε τα χέρια τους που σαλεύανε ψηλά, άκουγε τις φωνές τους, ξεχώριζε το κορίτσι που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο, και τη στιγμή που κατηφόριζε το φορτηγό των τριών τόνων οι άνθρωποι το είδανε, μα το αγόρι δεν το είδε, κοίταζε τους ανθρώπους κείνη την ώρα, είδε τα χέρια τους που σαλεύανε ακόμα πιο ψηλά, άκουσε τις φωνές τους ακόμα πιο δυνατές, θάρρεψε πώς ήτανε από τον ενθουσιασμό τους που είχε κορυφωθεί, είδε ακόμα μια φορά το κορίτσι, το κορίτσι που είχε βάλει στο τιμόνι το κόκκινο τριαντάφυλλο, άξαφνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ήρθε μπροστά στα μάτια του, άξαφνα ολάκερος ο κόσμος γίνηκε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.